Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουραστικός  
επίθετο

1 fatico`so, stanca`nte, stanche`vole κουραστική μέρα == giornata faticosa | κουραστική δoυλειά == lavoro stancante
2 di persona pesa`nte, noio`so έχει καταντήσει πολύ κουραστικός == è diventato molto noioso

κου§ρα§στι§κό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κουραστικός]

κου§ρα§στι§κό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κουραστικός]

κου§ρα§στι§κώ§τα§τος
επίθετο

superlativo di [κουραστικός]

κου§ρα§στι§κώ§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [κουραστικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουραστικά κουράτορας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---