Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούραση
ουσιαστικό θηλυκό stanche`zza ~f~, affaticame`nto ~m~ είμαι πεθαμένoς, είμαι ψόφιος στην κούραση == sono morto di stanchezza, sono stanco morto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαψόφιος στην κούραση = stanco morto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |