Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουραμπιές
ουσιαστικό αρσενικό 1 gastronomia pi`ccolo dolce ~m~ natali`zio, a base di burro, fari`na e zu`cchero, cospa`rso di zu`cchero a velo 2 (fig) marmitto`ne ~m~ 3 (fig) mammο`ne ~m~, mollu`sco ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |