Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουράζομαι
ρήμα παθητικό 1 stanca`rsi, affatica`rti δεν πρέπει να κουράζεσαι στην κατάστασή σου == nelle tue condizioni, non devi stancarti 2 stancarsi, stufarsi, essere stufo κουράστηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια == mi sono stancato, mi sono stufato di dire sempre le stesse cose κουράζω ρήμα μεταβατικό 1 stanca`re, affatica`re, stanca`rsi, affatica`rsi με κούρασε το ταξίδι == questo viaggio mi ha stancato | κουράζεις πoλύ τα μάτια σου == ti stanchi troppo gli occhi 2 stufa`re, stanca`re με έχει κoυράσει πολύ αυτή η ιστορία == questa storia mi ha proprio stufato, stancato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |