Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουράγιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

cora`ggio ~m~, forza ~f~ d'a`nimo δεν έχω το κουράγιο να τον αντιμετωπίσω == non ho il coraggio di affrontarlo | πρέπει να κάνεις κoυράγιo == devi farti coraggio

κουράγιο!
επιφώνημα

1 su con la vita!
2 forza!, cora`ggio!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρά κουράδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---