Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουπόνι
ουσιαστικό ουδέτερο buo`no ~m~, taglia`ndo ~m~, tallo`ne ~m~, ce`dola ~f~, coupon ~m~ /κουπόν/ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο εκπτωτικό κουπόνι = buono [αρσ.] sconto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |