Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουπίν
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κουπίον] κωπί ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κουπίον] κωπίον ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κουπίον] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |