Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κάτεργα [ουσ ουδ πληθ.] κατευ§οδωμένος [επίθ.]
κατεργοπεργατιά [επίρ.] κατευ§οδώνω {κατευόδω-...
κατεργώ [ρ. μτβ.] κατέφλιον [ουσ ουδ.]
κατερειπωμένος [επίθ.] κατεφρόνεσις [θηλ.ουσ]
κατέρχομαι {κατήλθα} ... κατεφρόνησις [θηλ.ουσ]
κατερχόμενος [επίθ.] κατεφρόνιον [ουσ ουδ.]
κατεστημένο {χωρ. πληθ... κατέχομαι πρτ. κατεί...
κατεστημένος [επίθ.] κατεχόμενος [επίθ.]
κατεστραμμένος [επίθ.] κατέχω {κατείχα (...
κατευγόδια [επίρ.] κατέχων [επίθ.]
κατευγοδώνω [ρ. μτβ.] κατεψυγμένος [επίθ.]
κατευθύνομαι πρτ. και α... κατζιλέρης [ουσ αρσ ]
κατευθυνόμενος [επίθ.] κατζιλιέρης [ουσ αρσ ]
κατεύθυνση {-ης κ. -ύ... κατηβαίνω [ουσ αρσ ]
κατευθυντήριος [επίθ.] κατηγορηθείς [επίθ.]
κατευθυντικός [επίθ.] κατηγόρημα {κατηγορήμ...
κατευθυντικότητα {χωρ. πληθ... κατηγορηματικά [επίρ.]
κατευθύνω {κατεύθυν-... κατηγορηματικός [επίθ.]
κατευνάζω {κατεύνασ-... κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τα§τος [επίθ.]
κατευνάσιμος [επίθ.] κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κό§τε§ρος [επίθ.]
κατευνασμένος [επίθ.] κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τα§τος [επίθ.]
κατευνασμός [ουσ αρσ ] κα§τη§γο§ρη§μα§τι§κώ§τε§ρος [επίθ.]
κατευναστής [ουσ αρσ ] κατηγορημένος [επίθ.]
κατευναστικός [επίθ.] κατηγόρηση {-ης κ. -ή...
κατευ§όδιο {χωρ. πληθ... κατηγορητέος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: