Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατέχομαι
ρήμα παθητικό variante di [κατέχω] κατέχω ρήμα μεταβατικό 1 possede`re, e`ssere in posse`sso, ave`re κατέχει μεγάλη περιουσία == possiede un gran patrimonio | κατέχω μυστικά έγγραφα == essere in possesso di documenti segreti 2 domina`re, perva`dere, e`ssere in preda τον κατείχε μεγάλη νευρικότητα == era in preda a un grande nervosismo | ένα αίσθημα αγωνίας με κατέχει == sono pervaso da un senso di angoscia 3 militare occupa`re κατέχω μια ξένη χώρα == occupare un paese straniero 4 occupa`re, ricopri`re, rivesti`re κατέχει υψηλή θέση στην ιεραρχία == occupa un alto posto nella gerarchia | κατέχει το αξίωμα του αρεοπαγίτη == ricopre la carica di giudice di Cassazione 5 cono`scere perfettame`nte, a fondo, possede`re, ave`re padrona`nza di qualco`sa κατέχω τέλεια μια ξένη γλώσσα == avere padronanza di una lingua straniera | κατέχει το αντικείμενό του == conosce a fondo la sua materia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |