Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατεψυγμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταψύχω]
2 congela`to, surgela`to +++κατεψυγμένη ζώνη == zona glaciale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατέχων κατζιλέρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---