Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταβαίνω
ρήμα

variante di [κατεβαίνω]

κατεβαίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 sce`ndere θα κατέβω στην επόμενη στάση == scenderò alla prossima fermata | κατεβαίνω στο κελάρι να φέρω λίγο κρασί == scendere in cantina per prendere un po' di vino | το μονοπάτι κατεβαίνει ως την ακτή == il sentiero scende fino alla costa
2 sce`ndere, diminui`re, cala`re το νερό του ποταμoύ κατέβηκε == l'acqua del fiume è scesa | κατέβηκε o πυρετός == la febbre è calata+++κατεβαίνω στις εκλογές == candidarsi, presentarsi come candidato alle elezioni | κατεβαίνω σε απεργία == scioperare, far sciopero, entrare in sciopero | μου κατέβηκε μια ιδέα == mi è venuta un'idea | λέει ό, τι του κατέβει == dice la prima cosa che gli viene in mente, parla senza riflettere

κατηβαίνω
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κατεβαίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάβαθα καταβάλλομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---