Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταψυγμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταψύχω]
2 gela`to
3 ge`lido
4 refrigera`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταψηφισμένος καταψύκτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---