Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάψυξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 congelame`nto ~m~
2 surgelame`nto ~m~
3 freezer ~m~ /φρίζερ/, cella ~f~ frigori`fera, congelato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταψύκτης καταψύχω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---