Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατεβάζω
ρήμα μεταβατικό κατεβάζω ν tr 1 abbassare, calare κατεβάζω τα ρολά == abbassare le tapparelle κατεβάζω το ακουστικό == abbassare la cornetta κατεβάζω τις σωσίβιες λέμβους == calare le scialuppe di salvataggio κατεβάζω το κεφάλι μου == abbassare la testa 2 (fig) abbassare, diminuire, calare κατεβάζω τις τιμές == abbassare i prezzi χάπι που κατεβάζει την πίεση == una pillola che abbassa la pressione κατέβασε ταχύτητα == scendi di una marcia! 3 portare giù κατέβασε τις βαλίτσες από το πατάρι == porta giù le valigie dal solaio! το τελεφερίκ θα μας κατεβάσει στη λίμνη == la teleferica ci porterà giù al lago 4 ammainare κατεβάζω τα πανιά == ammainare le vele, calare 5 (di corsi d'acqua) portare, trascinare con sé το ποτάμι κατεβάζει λογής λογής απομεινάρια == il fiume porta relitti di ogni genere 6 (fig) mangiare, mandare giù είναι απίστευτο το τι κατεβάζει στην καθισιά του αυτός o άνθρωπος! == la quantità di cibo che riesce a mandar giù quell'uomo è incredibile! ό, τι βρέξει ας κατεβάσει == succeda quel che succeda, sarà quel che sarà το μυαλό του κατεβάζει ιδέες == ha una mente fertile / inventiva, sforna un'idea dopo l'altra permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακατεβάζω τα μούτρα = fare il muso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |