Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταθλιμμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [καταθλίβω]

κατεθλιμμένος
επίθετο

variante di [καταθλιμμένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταθλίβω καταθλιπτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---