Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταιγισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 militare ra`ffica ~f~ καταιγισμός πυρός == fuoco di fila 2 (fig) ra`ffica, gragno`la καταιγισμός ερωτήσεων == una raffica di domande permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |