Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατακάθι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 depo`sito ~m~, fe`ccia ~f~, fondo ~m~, posatu`ra ~f~ το κατακάθι του κρασιού == la feccia del vino | τα κατακάθια του καφέ == i fondi del caffè 2 (fig) fe`ccia ~f~ τα κατακάθια της κοινωνίας == la feccia della società permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |