Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καται§ονισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 grandina`ta ~f~
2 gra`ndine ~f~
3 spruzza`ta ~f~
4 spruzzatu`ra ~f~
5 spruzzo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καται§ονίζω καταισχύνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---