Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καται§όνηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 spruzzame`nto ~m~
2 spruzza`ta ~f~
3 spruzzatu`ra ~f~
4 spruzzo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταϊδρωμένος καται§ονητήρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---