Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατειλημμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [καταλαμβάνω] 2 occupa`to προσπάθησα να σον τηλεφωνήσω, αλλά η γραμμή ήταν κατειλημμένη == ho cercato di telefonarti, ma la linea era occupata | η θέση αυτή είναι κατειλημμένη == questo posto è occupato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |