Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταχνιά  
ουσιαστικό θηλυκό

foschi`a ~f~, bruma ~f~, cali`gine ~f~

κατεκνιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [καταχνιά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάχλομος καταχνιάζει  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---