Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάχρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 abu`so ~m~ κατάχρηση εξουσίας == abuso di potere, di autorità
2 ((specialmente al plurale)) uso ~m~ smoda`to, stravi`zio ~m~, abu`so ~m~ οι καταχρήσεις κατέστρεψαν την υγεία του == gli abusi, gli stravizi gli hanno rovinato la salute
3 diritto malversazio`ne ~f~, sottrazio`ne ~f~ fraudolenta, appropriazio`ne ~f~ inde`bita di dena`ro dalla cassa
4 linguistica catacre`si ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταχρεώνομαι καταχρηστικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---