Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταχραστής  
ουσιαστικό αρσενικό

malversato`re ~m~

καταχράστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καταχραστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταχνιασμένος καταχρεωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---