Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταχωνιάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 sotterra`re, nasco`ndere sottote`rra o σκύλος καταχώνιασε ένα κόκαλο == il cane ha sotterrato l'osso
2 nasco`ndere ben bene, ficca`re καταχώνιασε το κομπόδεμά της στο μπαούλο == ha nascosto ben bene il suo gruzzoletto in fondo al baule | δε θυμάμαι πού έχω καταχωνιάσει το κλειδί του γραφείού == non ricordo dove ho ficcato la chiavi dell'ufficio
3 ((popolare)) divora`re, rimpinza`rsi καταχώνιασε δυο μακαρονάδες στο πι και φι == ha divorato in un batter d'occhio due piatti di spaghetti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταχωμένος καταχώνιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---