Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταχρεώνομαι
ρήμα παθητικό indebita`rsi fino al collo, copri`rsi di de`biti καταχρεώθηκε για να ανοίξει μαγαζί στο γιο του == si è coperto di debiti per aprire un negozio al figlio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |