Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταλύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 distru`ggere, abba`ttere, aboli`re καταλύω τo δημοκρατικό πoλίτευμα == abbattere il regime democratico | καταλύω τo σύνταγμα == abolire la costituzione 2 pre`ndere, trova`re allo`ggio provviso`rio, alberga`re καταλύω σε ένα καλό ξενοδοχείο == scendere in un buon albergo 3 militare accampa`rsi κατελώ ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καταλύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |