Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάματα
επίρρημα negli occhi κοιτάζω κάποιον κατάματα == guardare qualcuno fisso negli occhi κατάμματα επίρρημα variante di [κατάματα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |