Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταμέτρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

co`mputo ~m~, conte`ggio καταμέτρηση ψήφων == computo dei voti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταμετρημένος καταμετρητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---