Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταμετρητής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 contato`re
2 numerato`re
3 contato`re

καταμετρήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καταμετρητής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταμέτρηση καταμετρούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---