Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταμετρούμαι
ρήμα παθητικό variante di [καταμετριέμαι] καταμετρώ ρήμα μεταβατικό computa`re, conteggia`re, calcola`re esattame`nte καταμετρώμαι ρήμα παθητικό variante di [καταμετριέμαι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |