Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταμερισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

divisio`ne ~f~, spartizio`ne ~f~, distribuzio`ne ~f~, ripartizio`ne ~f~ καταμερισμός εργασίας == divisione del lavoro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταμερισμένος καταμεσήμερο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---