Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατευνάζω  
ρήμα μεταβατικό

placa`re, seda`re, calma`re, sopi`re κατευνάζω την οργή κάποιου == placare l'ira di qualcuno | κατευνάζω τα πνεύματα == sedare, calmare gli animi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατευθύνω κατευνάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---