Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατεύθυνση
ουσιαστικό θηλυκό 1 direzio`ne ~f~, senso ~m~, verso ~m~ προς όλες τις κατευθύνσεις == in ogni direzione | η κατεύθυνση του ανέμου == la direzione del vento | δρόμος διπλής κατευθύνσεως == strada a doppio senso di circolazione 2 (fig) obietti`vo ~m~, scopo ~m~ έχουν ληφθεί πoλλά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση == a tale scopo sono state adottate varie misure permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπρος την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού = in senso orario || ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης = strada [θηλ.] a doppio senso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |