Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατεστραμμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καταστρέφω]
2 avariato
3 diroccato
4 dissestato
5 distrutto
6 guasto
7 sciupato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατεστημένος κατευγόδια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---