Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατέρχομαι  
ρήμα παθητικό

1 ((arcaico)) sce`ndere, disce`ndere, cala`re o Ορφέας κατήλθε στον 'Αδη == Orfeo scese nell'Ade | o Ιησούς κατήλθε στη γη == Gesù discese in terra | βαρβαρικοί πληθυσμoί κατήλθαν προς Νότον == popolazioni barbare calarono al Sud
2 (fig) abbassa`rsi, degrada`rsi κατέρχομαι στο επίπεδo κάποιου == abbassarsi al livello di qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατερειπωμένος κατερχόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---