Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταργώ  
ρήμα μεταβατικό

aboli`re, abroga`re, soppri`mere, annulla`re καταργώ νόμο == abolire una legge | καταργώ ένα δημόσιο φορέα == sopprimere un ente statale

κατεργώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [καταργώ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατάργηση καταρδινιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---