Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταριέμαι  
ρήμα παθητικό

maledi`re τον καταράστηκε η μάνα του == la madre l'ha maledetto | καταριέται την ώρα και τη στιγμή πoυ γεννήθηκε == maledice l'ora e il momento che è nato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταρδινιάζω καταριθμημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---