Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταρράκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 casca`ta ~f~, catera`tta ~f~ οι καταρράκτες του Νιαγάρα == le cascate del Niagara
2 medicina catara`tta ~f~, catera`tta ~f~+++άνοιξαν οι καταρράκτες του oυρανού == si sono aperte le cateratte del cielo | καταρράκτης ύβρεων == una pioggia di insulti

καταρράχτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [καταρράκτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταρούμαι καταρρακτώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---