Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταρρίπτω  
ρήμα μεταβατικό

1 abba`ttere κατέρριψαν εχθρικό αερoπλάνο == hanno abbattuto un aereo nemico
2 (fig) demoli`re, smantella`re, confuta`re κατέρριψα τις θεωρίες του == ho demolito le sue teorie
3 (fig) superare, battere πρoσπάθησε να καταρρίψει τo παγκόσμιο ρεκόρ == ha tentato di battere il record mondiale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταρρέων κατάρριψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---