Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταρρέω
ρήμα αμετάβατο 1 crolla`re, cade`re η γέφυρα κατέρρευσε == il ponte è crollato 2 crolla`re, accascia`rsi κατέρρευσε σε μια πoλυθρόνα == si è accasciato su una poltrona 3 (fig) crolla`re ο κατηγoρoύμενος κατέρρευσε έπειτα από πεντάωρη ανάκριση == l'accusato è crollato dopo cinque ore di interrogatorio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |