Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταρράκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

prostrazio`ne ~f~, accasciame`nto, il ridu`rre ~m~ a uno stra`ccio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταρρακώνω καταρράχτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---