Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταρρακτωδώς  
επίρρημα

a catera`tte, a diro`tto βρέχει καταρρακτωδώς == piove a dirotto, a cateratte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταρρακτώδης καταρρακωμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βρέχει καταρρακτωδώς = piovere a dirotto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---