Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάρρευση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 crollo ~m~
2 (fig) abbando`no ~m~, abbattime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταρράχτης καταρρέω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---