Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταρρακώνω
ρήμα μεταβατικό 1 prostra`re, distru`ggere, ridu`rre a uno stra`ccio, accascia`re τον καταρράκωσε o θάνατος του γιου του == la morte del figlio l'ha prostrato, lo ha accasciato 2 (fig) umilia`re, mortifica`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |