Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατευνασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 acquietame`nto ~m~
2 lenime`nto ~m~
3 pacificazio`ne ~f~
4 sopime`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατευνασμένος κατευναστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---