Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατευ§όδιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

((popolare)) addi`o a chi parte per un via`ggio τον συνόδεψαν στο λιμάνι για το κατευόδιο == lo accompagnarono al porto per augurargli buon viaggio | καλό κατευόδιο! == buon viaggio!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατευναστικός κατευ§οδωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---