Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καραπουτάνα {χωρ. γεν.... κάρβουνο [ουσ ουδ.]
καραπουτανάρα [θηλ.ουσ] καρβουνόσκονη [θηλ.ουσ]
καραπούτανος [θηλ.ουσ] κάργα [επίρ.]
καρατάρω {καρατάρισ... καργάρισμα [ουσ ουδ.]
καράτε [ουσ ουδ.] καργαρισμένος [επίθ.]
καρατερίστα {χωρ. γεν.... καργάρω {κάργαρ-α ...
καρατερίστας {χωρ. γεν.... κάργας {χωρ. πληθ...
καράτι {καρατ-ιού... κάρδαμο {κ. καρδάμ...
καρατομημένος [επίθ.] καρδάμωμα [ουσ ουδ.]
καρατόμηση [θηλ.ουσ] καρδαμωμένος [επίθ.]
καρατομώ {καρατομεί... καρδαμώνω {καρδάμω-σ...
καράφα {χωρ. γεν.... καρδαμώνω {καρδάμω-σ...
καράφλα [θηλ.ουσ] καρδάρα [θηλ.ουσ]
καραφλός [επίθ.] καρδάρι {καρδαρ-ιο...
καρβέλι {καρβελ-ιο... καρδερίνα {δύσχρ. κα...
καρβίδιο [ουσ ουδ.] καρδιά {-άς κ. (λ...
καρβονυλαιμοσφαιρίνη [θηλ.ουσ] καρδιαγγειακός [επίθ.]
καρβοξυλαιμοσφαιρίνη [θηλ.ουσ] καρδιακός [επίθ.]
καρβοξυλικός [επίθ.] καρδιακός [ουσ αρσ ]
καρβοξύλιο {καρβοξυλί... καρδιαλγία {καρδιαλγι...
καρβουνιάζω {καρβούνια... καρδινάλιος {καρδιναλί...
καρβουνιάρης {καρβουνιά... καρδιοαγγειακός [επίθ.]
καρβουνιάρισσα {χωρ. γεν.... καρδιογενής [επίθ.]
καρβούνιασμα [ουσ ουδ.] καρδιογράφημα {καρδιογρα...
καρβουνιασμένος [επίθ.] καρδιογραφία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: