Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάργα  
επίρρημα

1 ((popolare)) completame`nte pie`no, pie`no fino all'orlo, pie`no zeppo, strapie`no τo μπιτόνι είναι γεμάτο κάργα == la tanica è piena fino all'orlo | η ντουλάπα ήταν κάργα στα ρούχα == l'armadio era pieno zeppo di vestiti | τo σινεμά ήταν κάργα == il cinema era pieno zeppo di gente, era strapieno
2 ((popolare)) strettamente δένω κάργα == legare strettamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρβουνόσκονη καργάρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---