Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καργάρω  
ρήμα μεταβατικό

1 riempi`re completame`nte, fino all'orlo
2 lega`re strettame`nte
3 tira`re, te`ndere con forza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καργαρισμένος κάργας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---