Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρδιακός
επίθετο 1 cardi`aco καρδιακή πρoσβολή == attacco cardiaco 2 cordia`le, del cuo`re καρδιακός φίλος == amico del cuore καρδιακός ουσιαστικό αρσενικό mala`to ~m~ di cuo`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |